ἀποτρίβω — ἀποτρί̱βω , ἀποτρίβω wear out pres subj act 1st sg ἀποτρί̱βω , ἀποτρίβω wear out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτρίβω — (Α ἀποτρίβω) 1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή 2. καθαρίζω τρίβοντας νεοελλ. 1. τελειώνω το τρίψιμο 2. κάνω εντριβές 3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη αρχ. Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω II. ( ομαι) 1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι 2. αποκρούω, δεν δέχομαι … Dictionary of Greek
ἀποτριβέντα — ἀποτρίβω wear out aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποτρίβω wear out aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετρίβη — ἀποτρίβω wear out aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτριβῆναι — ἀποτρίβω wear out aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτριβέν — ἀποτρίβω wear out aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτριβῶσι — ἀποτρίβω wear out aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρῖψαι — ἀποτρίβω wear out aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρίβῃ — ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres subj mp 2nd sg ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres ind mp 2nd sg ἀποτρί̱βῃ , ἀποτρίβω wear out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρίψει — ἀπότριψις mashing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτρίψεϊ , ἀπότριψις mashing fem dat sg (epic) ἀπότριψις mashing fem dat sg (attic ionic) ἀποτρί̱ψει , ἀποτρίβω wear out aor subj act 3rd sg (epic) ἀποτρί̱ψει , ἀποτρίβω wear out fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρίψουσι — ἀποτρί̱ψουσι , ἀποτρίβω wear out aor subj act 3rd pl (epic) ἀποτρί̱ψουσι , ἀποτρίβω wear out fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποτρί̱ψουσι , ἀποτρίβω wear out fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)